- Ἐπίζηλος
- Ἐπίζηλοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπίζηλος — enviable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίζηλος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος Μαραθωνομάχος. Ήταν γιος του Κουφαγόρου, τον οποίο οι Αθηναίοι ζωγράφοι απαθανάτισαν, μαζί με άλλους ήρωες, στην Ποικίλη Στοά. Ο Ε. τυφλώθηκε στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) χωρίς να χτυπηθεί και, όπως διηγείται ο… … Dictionary of Greek
επίζηλος — η, ο επίρρ. α ο άξιος να ζηλεύεται, αξιοζήλευτος, ζηλευτός, ζηλεμένος: Κατέλαβε την επίζηλη θέση του διευθυντή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπίζηλον — ἐπίζηλος enviable masc/fem acc sg ἐπίζηλος enviable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιζήλους — Ἐπίζηλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζήλους — ἐπίζηλος enviable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιζήλῳ — Ἐπίζηλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζήλῳ — ἐπίζηλος enviable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπίζηλον — Ἐπίζηλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπίζηλος — η, ο ο μη επίζηλος, αυτός που δεν είναι αξιοζήλευτος … Dictionary of Greek